- ανάθαρρος
- ц, ο1) ободренный, ободрившийся, воспрянувший духом; 2) смелый, храбрый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάθαρρος — η, ο ο αναθαρρεμένος (βλ. αναθαρρεύω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)